- ωμοτόκος
- -ον, Α1. αυτός που γεννά πρόωρα, που αποβάλλει2. (για τις ωδίνες) αυτός που συνοδεύει πρόωρο τοκετό («θῆρες ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῑο ὠμοτόκους ὠδῑνας ἀπηρείσαντο λέαιναι», Καλλ.)3. μτφ. (για αμπέλι) αυτός τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παλαιο-τόκος].
Dictionary of Greek. 2013.